- νησύδριον
- νησύδριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νησυδρίοις — νησύδριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησυδρίῳ — νησύδριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησύδρια — νησύδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησύδριο — το (Α νησύδριον) (υποκορ. τού νῆσος) μικρό νησί, νησάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + υποκορ. κατάλ. ύδριο(ν), πρβλ. λογ ύδριο, να ΰδριο] … Dictionary of Greek